-
1 ἡμιόλιος
A containing one and a half, half as much or as large again, Pl.Tht. 154c;περίμετρος Plb.6.32.7
;ηὔξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέθει D.S.15.44
: c. gen., τὰς περόνας ἡμιολίας.. τοῦ τότε κατεστεῶτος μέτρου half as large again as.., Hdt.5.88; [γωνία] ἁμιόλιος τᾶς μέσας Ti.Locr.98a
; [ὁ γνήσιος ἀετὸς] ἡ. τῶν ἀετῶν Arist.HA 619a13
; neut., half as much again,ἡμιόλιον οὗ πρότερον ἔφερον X.An.1.3.21
; ἡμιόλιον ὀφλέτω ὅ τι συλάσαι let him be fined half as much again as the amount he seized, IG9(1).333.5 ([dialect] Locr., v B.C.); of numbers, half as many again,ποιήσας ἡμιολίους τοὺς ναύτας ἢ πρόσθεν Plb.10.17.12
.II in the ratio of one and a half to one (3:2), as in musical sounds,ἡμιολίαι διαστάσεις Pl.Ti. 36a
; τὸ δι' ὀξειᾶν ἡ. Philol.6; ἡ ἡμιολία this ratio,τὴν ἡ. τοῦ τιμήματος Pl.Lg. 956d
; ἀποτίνειν τὴν φέρνην σὺν τῇ ἡ. Mitteis Chr.280.15 (ii B.C.). Adv.- ίως Nicom.Ar.2.20
, Procl.in Ti.2.223 D.III ἡμιολία ναῦς a light vessel with one and a half banks of oars, D.S.19.65; also ἡμιολία alone, Thphr.Char.25.2, D.S.16.61, Mus.Belg.14.20 (but- ίους Plb.5.101.2
,- ιον Hsch.
), etc.; used by pirates, Thphr.Char. l.c.;ἡ. λῃστρικαί Arr.An.3.2.5
, etc.; expld. by δίκροτος (q.v.) ναῦς, Hsch.IV τροχαϊκὸς ἡ. (sc. στίχος ) trochaic verse consisting of a metre and a half, Heph.15.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιόλιος
-
2 ἡμιολίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιολίς
См. также в других словарях:
ημιόλιος — ία, ο (Α ἡμιόλιος και δωρ. τ. ἁμιόλιος, ία, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί πλέον, ο ενάμισυς 2. το ουδ. ως ουσ. το ημιόλιο(ν) ήμισυ επί πλέον, δηλαδή ενάμισυ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ήμιολία ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο … Dictionary of Greek
Hellenistic-era warships — The famous 2nd century BC Nike of Samothrace, standing atop the prow of an oared warship, most probably a trihemiolia. From the 4th century BC on, new types of oared warships appeared in the Mediterranean Sea, superseding the trireme and… … Wikipedia
ημιολίς — ἡμιολίς, ἡ (Α) [ημιόλιος] αντί ἡμιολία ναῡς, ελαφρό πλοίο με μιάμιση σειρά κουπιών … Dictionary of Greek